- χαλινάριον
- χαλινάριονfrenumneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαλιναρίου — χαλινάριον frenum neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλινάρια — χαλινάριον frenum neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλινάρι — το / χαλινάριον, ΝΜΑ ο χαλινός νεοελλ. μτφ. μέσο συγκράτησης, αναχαίτισης, περιορισμού (α. «το χει παρακάνει, χρειάζεται χαλινάρι» β. «πρέπει να βάλεις χαλινάρι στη γλώσσα σου»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλινός + υποκορ. κατάλ. άρι(ον), πρβλ. θηκ άρι(ον)] … Dictionary of Greek